παρακαταθήκης

παρακαταθήκης
παρακαταθήκη
deposit
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • покладежь — ПОКЛАДЕЖ|Ь (16), А с. Вещи, имущество, отданные на хранение: грань •и͠і• ѡ покладежи. Покладежь есть. еже на схраненье кому даемое. (Περὶ καταϑήκης [в др. сп. παρακαταϑήκης]… παρακαταϑήκη) КР 1284, 296в; Положенаго въ покладежь. и плодове и лихвы …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • покладъ — ПОКЛАД|Ъ (10), А с. 1.Вещи, имущество, отданные на хранение: ѡ покладѣ. и ѡ ѡбщеньи. ѿ исъхода. •в͠і• Аще кто дасть ближнему сребро. или съсѹ(д) хранитi. и ѹкрадено бѹдеть ѿ домѹ чл҃вка того. аще ѡбр(ѧ)щетсѧ ѹкрадыи. да ѿда сѹгѹбо. (περὶ…… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ισοκράτης — (Αθήνα 436 – 338 π.Χ.). Αθηναίος ρήτορας. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια του δήμου Ερχιάς (κοντά στα σημερινά Σπάτα), όπου ο πατέρας του είχε εργαστήριο κατασκευής αυλών. Δέχτηκε επιμελημένη αγωγή, αποφασιστικός σταθμός της οποίας υπήρξε η… …   Dictionary of Greek

  • ισοκρατής — (Αθήνα 436 – 338 π.Χ.). Αθηναίος ρήτορας. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια του δήμου Ερχιάς (κοντά στα σημερινά Σπάτα), όπου ο πατέρας του είχε εργαστήριο κατασκευής αυλών. Δέχτηκε επιμελημένη αγωγή, αποφασιστικός σταθμός της οποίας υπήρξε η… …   Dictionary of Greek

  • κιβωτός — I Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ., 708 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, στα όρια με τον νομό Κοζάνης, 21 χλμ. Β της πόλης των Γρεβενών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ηρακλεωτών. II Ακατοίκητη νησίδα στον Αργοσαρωνικό …   Dictionary of Greek

  • μεσεγγύηση — (Νομ.). Ειδική μορφή παρακαταθήκης, με την οποία πράγμα κινητό ή ακίνητο, για το οποίο προβάλλουν δικαιώματα αμφισβητούμενα ή αβέβαια πολλά πρόσωπα, παραδίδεται για φύλαξη στην κατοχή τρίτου (μεσεγγυούχου), ώσπου να επιλυθεί η διαφορά. Η μ.… …   Dictionary of Greek

  • ολιγοχρήματος — η, ο (Α ὀλιγοχρήματος, ον) νεοελλ. αυτός που απαιτεί δαπάνη λίγων χρημάτων, οδιγοδάπανος αρχ. αυτός που αποτελείται από λίγα χρήματα («ὀλιγοχρημάτου παρακαταθήκης», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ό) (βλ. λ. λιγο ) + χρῆμα, ατος] …   Dictionary of Greek

  • παραθηκαρία — ἡ, Μ [παραθηκάρης] απόδειξη παραλαβής πράγματος ως παρακαταθήκης …   Dictionary of Greek

  • παρακαταθέτης — ο αυτός που συνάπτει σύμβαση παρακαταθήκης, το άτομο που καταθέτει, που παραδίδει χρηματικό ποσό ή κινητό περιουσιακό στοιχείο σε έναν οργανισμό ή σε τρίτο πρόσωπο, τον θεματοφύλακα για να τό φυλάξει, με σκοπό να τού το επιστρέψει όταν τό ζητήσει …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”